- ισονεφής
- -ές (Α ἰσονεφής, -ες)αυτός που έχει ύψος ίσο με το ύψος τών νεφών, αυτός που υψώνεται ώς τα νέφηνεοελλ.όρος που χρησιμοποιείται στη μετεωρολογία για να χαρακτηρίσει μια καμπύλη, σχεδιασμένη σε έναν χάρτη καιρού, η οποία ενώνει όλα τα σημεία τα οποία έχουν ίση νέφωση.[ΕΤΥΜΟΛ. Το αρχ. ἰσονεφής < ἰσ(ο)-* + -νεφής (< νέφος), πρβλ. ερυθρο-νεφής, μελαινο-νεφής. Το νεοελλ. ίσονεφής είναι αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. isoneph < is- (πρβλ. ισ[o]-) + -neph (πρβλ. νέφος)].
Dictionary of Greek. 2013.